- άσικχος
- ἄσικχος, -ον (Α)1. αυτός που δεν είναι ιδιότροπος στο φαγητό2. αυτός που δεν προξενεί αηδία, σιχαμάρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + σικχός «δύσκολος, ιδιότροπος (ειδικά στο φαγητό), αηδιαστικός, σιχαμένος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀσικχότατον — ἄσικχος not nice as to food masc acc superl sg ἄσικχος not nice as to food neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσικχα — ἄσικχος not nice as to food neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)